|
Ο αγαπημένος μου παππούς, Ιωάννης Μιχαλόπουλος |
|
Πολλά χρόνια πριν τον καιρό μας, ένα αγόρι πήρε το όνομα "Ιωάννης". Ένα συνηθισμένο, συμπαθητικό, Χριστιανικό όνομα, με το οποίο θα τιμούσε την μνήμη του παππού του, του δοξασμένου στρατιωτικού Ιωάννη Μιχαλόπουλου. Έτσι το αγόρι έγινε ένας Γιάννης, όπως και η μισή Ελλάδα άλλωστε, και ως Γιάννης επιδιδόταν στις καθημερινές του ασχολίες - στο σχολείο, στο διάβασμα, στο παιχνίδι, δίχως πολλές έγνοιες ή σκοτούρες.
Τα χρόνια πέρασαν, το αγόρι έγινε άνδρας, και το όνομα έγινε συνήθεια και ταυτότητα. Ήταν στα αλήθεια ένα καλό όνομα, ένα όνομα που μπορούσε να ανταπεξέλθει σε κάθε περίσταση - γινόταν Γιαννάκης για τις θείες που τσιμπούσαν μάγουλα, Ιωάννης για τους αυστηρούς καθηγητές, Johnny B για όσους ήξεραν ή ήταν υποψιασμένοι, ή και απλά Γιάννης, για όλους και για όλα.
Όλα πήγαιναν καλά, όμορφα και προβλέψιμα, ώσπου μια μέρα κάτι πολύ κακό συνέβη. Οι λεπτομέρειες είναι άνευ σημασίας, αλλά ας κρατήσουμε μόνο το ότι, κατά τη διάρκεια κάποιου ανέμελου καλοκαιρινού απογεύματος, ο Γιάννης βρέθηκε ξαφνικά ενώπιον του Ζοφερού Θεριστή, και είδε την ζωή του να περνάει σαν flashback μπροστά από τα μάτια του. Παρά τις όποιες αναποδιές ίσως είχε, ήταν μια καλή ζωή, που δεν του είχε φερθεί άσχημα - σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους, είχε ευκαιρίες και προνόμια. Όμως κάτι ήταν λάθος, κάτι έλειπε, μια μικρή φωνή μέσα του του έλεγε ότι δεν πρόλαβε ποτέ να ακουστεί. Και τότε το κατάλαβε.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ζωή του Γιάννη ήταν μια παθητική ζωή, μια ατέλειωτη αντίδραση στα πράγματα που του συνέβαιναν αλλά που από μόνη της δεν είχε δυναμική. Υπήρχαν τόσα πράγματα που πάντα ήθελε να κάνει αλλά δεν είχε καν τολμήσει να τα προσπαθήσει. Εκείνη τη στιγμή όμως, κάτι συνέβη μέσα του, κάτι παράξενο και όμορφο. Ο Γιάννης συνειδητοποίησε την μεγάλη αλήθεια της φράσης "Κάθε άνθρωπος, μια Ιστορία", και για πρώτη φορά ένιωσε να πρωταγωνιστεί στην δική του. Ο τρόπος που έβλεπε την ζωή του, αφού κινδύνεψε να την χάσει, ήταν πλέον ριζικά διαφορετικός.
Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε. Η τύχη ήταν με το μέρος του, και ο Γιάννης επιβίωσε από εκείνη την "συνάντηση". Δεν φοβόταν πια να λέει στους ανθρώπους του πόσο τους αγαπάει, ή να χορεύει τραγούδια που δεν ήξερε πως χορεύονται, ή να ξεκινάει για ένα ταξίδι χωρίς να είναι σίγουρος για το που ακριβώς πηγαίνει. Πλέον είχε βρει την δική του Ιστορία.
Όσο περισσότερο γνώριζε την Ιστορία του και τις Ιστορίες των άλλων ανθρώπων, τόσο πιο πολύ αγαπούσε τις Ιστορίες. Στα ταξίδια του, ο Γιάννης γνώρισε πολλούς, πολλούς σύγχρονους παραμυθάδες, έμαθε από αυτούς, αντάλλαξε Ιστορίες μαζί τους και είδε τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους παραμυθάδες, όταν άκουσαν για πρώτη φορά το κάλεσμα, ένιωσαν την ανάγκη να διαλέξουν ένα όνομα που θα συμβόλιζε την απόφαση τους αυτή, ένα όνομα που θα είχαν επιλέξει και που δεν θα τους είχε δωθεί. Άλλοι είχαν επιλέξει ονόματα από τους μύθους και τους θρύλους, άλλοι είχαν διαλέξει ονομασίες των ξωτικών και των δράκων, και άλλοι ονόματα που είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία για αυτούς. Έτσι και ο Γιάννης, σταμάτησε να είναι Γιάννης και έγινε Firebrand, ένα όνομα που του θυμίζει την στιγμή εκείνου του ατυχήματος που άλλαξε τη ζωη του. Και όπως και το Γιάννης, έτσι και το Firebrand μπορούσε να ανταπεξέλθει σε κάθε περίσταση - Φουμπού για συντομία, Φουμπούλης στα καλοπιάσματα, Fire στο διαδίκτυο, και Φωτιάς για όσους τους αρέσουν οι παράξενες ιστορίες.