Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Ο μπαγάσας και η εκδίκηση του μηχανισμού

   Μια φορά και έναν καιρό, στα τέλη κάποιου Αυγούστου της δεκαετίας του '40, γεννήθηκε ένα αγόρι που έμελλε να σημαδέψει το ελληνικό ροκ όσο κανείς. Ο Νικόλαος Ασημόπουλος, γνωστός στους περισσότερους ως Νικόλας Άσιμος, ο μπαγάσας της καρδιάς μας, έζησε μια ζωή έξω από το σύστημα, μια ζωή με παράνομες κασέτες και κιθάρες και ροκάδες. Η καλή καρδιά του και η πίστη του στα ιδανικά του τον έκαναν έναν μύθο της εποχής μας. Στις 17 Μαρτίου του 88, ο Νικόλας ξέφυγε από τον μηχανισμό που τόσο σιχαινόταν, τις τράπεζες, τις υπηρεσίες, τα υπουργεία και τις εφορίες, και πήγε να βρει τον μεγάλο μπαγάσα στον ουρανό, αφήνοντας μας κάτι για να τον θυμόμαστε: τα τραγούδια του, και το αξέχαστο, γλυκόπικρο χαμόγελο του.


Ο μηχανισμός όμως έχει άλλη άποψη. Πριν λίγες μέρες, του έστειλαν αυτό:

   Η περίληψη του τι έγινε είναι η εξής: επειδή ο Άσιμος αυτοκτόνησε το '88 χωρίς να κάνει διακοπή εργασιών στην αρμόδια ΔΟΥ, η εφορία θα θεωρήσει ότι είχε εισοδήματα το 2011, και θέλει να τον φορολογήσει καταλλήλως...

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Αριάδνη #1

1. Το ξύπνημα

   Το όνειρο έδειχνε να μην τελειώνει ποτέ. H παράξενη μουσική δεν ερχόταν από κάπου συγκεκριμένα, απλά υπήρχε, όπως υπάρχει το κρύο ή η ζέστη. Το δάσος άλλαζε με κάθε βήμα, από χιόνι σε καλοκαίρι και μετά σε φθινόπωρο και άνοιξη, και μετά πάλι σε χιόνι. Νεράιδες και ξωτικά σίγουρα υπήρχαν, αλλά δεν τα έπιανε το μάτι. Ακόμα και οι ξύλινες πινακίδες που έδειχναν προς τα που έπρεπε να στρίψει κανείς για να μην φύγει από το μονοπάτι, φάνταζαν παραμυθένιες - λες και είχε ξεμείνει ακόμα λίγη μαγική σκόνη πάνω τους

   Η αίσθηση ήταν κάτι πολύ παραπάνω από οικεία. Ήταν μια αίσθηση βεβαιότητας. Το όνειρο αυτό είχε παιχτεί ξανά και ξανά, από πριν αρχίσει ο χρόνος. Δεν είναι ήταν όνειρο, όσο χορός - ένας χορός με τα ίδια βήματα που τελειώνει εκεί που αρχίζει, και επαναλαμβάνεται πάλι, και δεν παύει ποτέ, και δεν αλλάζει, και δεν έχει αρχή ή τέλος - απλά αργοσβήνει στο φως του ξημερώματος για να ξαναρχίσει την επόμενη νύχτα..

   Και ξαφνικά, αυτό το κάτι άλλο συμβαίνει. Βρίσκεσαι μπροστά από μια σπηλιά - μια μεγάλη, πέτρινη σπηλιά, άψογα λαξευμένη σε μαύρο μάρμαρο, μια σπηλιά που δεν είχες ξαναδεί ποτέ. Η μουσική σταματάει απότομα, και εσύ αναρωτιέσαι γιατί δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα. Με κάποιο τρόπο βγήκες από το μονοπάτι που έπρεπε, και αυτό είναι κακό, πολύ κακό. Προσπαθείς να καλέσεις τις αναμνήσεις, να θυμηθείς το όνομα σου, το γιατί είσαι εκεί, οτιδήποτε χρήσιμο, αλλά είναι μάταιος κόπος - οι αναμνήσεις σου είναι παγιδευμένες στο σώμα σου που κοιμάται, και εδώ είναι μόνο η ψυχή σου. Προσπαθείς να ξυπνήσεις, προσπαθείς να γυρίσεις στην ασφάλεια του συνειδητού, όμως είναι μάταιο.

   Ρίχνεις μια ματιά προς το δάσος - μπορείς να δοκιμάσεις να τρέξεις προς τα πίσω, κάτι σου λέει πως αν βρεις πάλι το μονοπάτι, όλα θα είναι καλά. Η μαύρη σπηλιά όμως, στέκει μπροστά σου, και παρόλο που βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι είναι ένα πολύ επικίνδυνο μέρος, ίσως δεν έχεις άλλη ευκαιρία να την ανακαλύψεις ποτέ ξανά.

Τι διαλέγεις;
-----------------------------------------------------------------------------------

   Η "Αριάδνη" είναι μια Ιστορία με πολλά μέρη, που την διηγούμαι μαζί με τους φίλους που διαβάζουν το blog μου. Εγώ γράφω ένα μικρό κείμενο, και οι φίλου μου προτείνουν στα comments πως θα ήθελαν να συνεχίσει η ιστορία - μπορούν πραγματικά να γράψουν ό,τι θέλουν, ακόμα και επιλογές που δεν δίνω. Η "Αριάδνη" θα συνεχιστεί την Τετάρτη, 27/6/2012

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Πως ο γερο-Φωτιάς πήρε το όνομα του

Ο αγαπημένος μου παππούς, Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Πολλά χρόνια πριν τον καιρό μας, ένα αγόρι πήρε το όνομα "Ιωάννης". Ένα συνηθισμένο, συμπαθητικό, Χριστιανικό όνομα, με το οποίο θα τιμούσε την μνήμη του παππού του, του δοξασμένου στρατιωτικού Ιωάννη Μιχαλόπουλου. Έτσι το αγόρι έγινε ένας Γιάννης, όπως και η μισή Ελλάδα άλλωστε, και ως Γιάννης επιδιδόταν στις καθημερινές του ασχολίες - στο σχολείο, στο διάβασμα, στο παιχνίδι, δίχως πολλές έγνοιες ή σκοτούρες.

Τα χρόνια πέρασαν, το αγόρι έγινε άνδρας, και το όνομα έγινε συνήθεια και ταυτότητα. Ήταν στα αλήθεια ένα καλό όνομα, ένα όνομα που μπορούσε να ανταπεξέλθει σε κάθε περίσταση - γινόταν Γιαννάκης για τις θείες που τσιμπούσαν μάγουλα, Ιωάννης για τους αυστηρούς καθηγητές, Johnny B για όσους ήξεραν ή ήταν υποψιασμένοι, ή και απλά Γιάννης, για όλους και για όλα.

Όλα πήγαιναν καλά, όμορφα και προβλέψιμα, ώσπου μια μέρα κάτι πολύ κακό συνέβη. Οι λεπτομέρειες είναι άνευ σημασίας, αλλά ας κρατήσουμε μόνο το ότι, κατά τη διάρκεια κάποιου ανέμελου καλοκαιρινού απογεύματος, ο Γιάννης βρέθηκε ξαφνικά ενώπιον του Ζοφερού Θεριστή, και είδε την ζωή του να περνάει σαν flashback μπροστά από τα μάτια του. Παρά τις όποιες αναποδιές ίσως είχε, ήταν μια καλή ζωή, που δεν του είχε φερθεί άσχημα - σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους, είχε ευκαιρίες και προνόμια. Όμως κάτι ήταν λάθος, κάτι έλειπε, μια μικρή φωνή μέσα του του έλεγε ότι δεν πρόλαβε ποτέ να ακουστεί. Και τότε το κατάλαβε.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ζωή του Γιάννη ήταν μια παθητική ζωή, μια ατέλειωτη αντίδραση στα πράγματα που του συνέβαιναν αλλά που από μόνη της δεν είχε δυναμική. Υπήρχαν τόσα πράγματα που πάντα ήθελε να κάνει αλλά δεν είχε καν τολμήσει να τα προσπαθήσει. Εκείνη τη στιγμή όμως, κάτι συνέβη μέσα του, κάτι παράξενο και όμορφο. Ο Γιάννης συνειδητοποίησε την μεγάλη αλήθεια της φράσης "Κάθε άνθρωπος, μια Ιστορία", και για πρώτη φορά ένιωσε να πρωταγωνιστεί στην δική του. Ο τρόπος που έβλεπε την ζωή του, αφού κινδύνεψε να την χάσει, ήταν πλέον ριζικά διαφορετικός.

Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε. Η τύχη ήταν με το μέρος του, και ο Γιάννης επιβίωσε από εκείνη την "συνάντηση". Δεν φοβόταν πια να λέει στους ανθρώπους του πόσο τους αγαπάει, ή να χορεύει τραγούδια που δεν ήξερε πως χορεύονται, ή να ξεκινάει για ένα ταξίδι χωρίς να είναι σίγουρος για το που ακριβώς πηγαίνει. Πλέον είχε βρει την δική του Ιστορία.

Όσο περισσότερο γνώριζε την Ιστορία του και τις Ιστορίες των άλλων ανθρώπων, τόσο πιο πολύ αγαπούσε τις Ιστορίες. Στα ταξίδια του, ο Γιάννης γνώρισε πολλούς, πολλούς σύγχρονους παραμυθάδες, έμαθε από αυτούς, αντάλλαξε Ιστορίες μαζί τους και είδε τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους παραμυθάδες, όταν άκουσαν για πρώτη φορά το κάλεσμα, ένιωσαν την ανάγκη να διαλέξουν ένα όνομα που θα συμβόλιζε την απόφαση τους αυτή, ένα όνομα που θα είχαν επιλέξει και που δεν θα τους είχε δωθεί. Άλλοι είχαν επιλέξει ονόματα από τους μύθους και τους θρύλους, άλλοι είχαν διαλέξει ονομασίες των ξωτικών και των δράκων, και άλλοι ονόματα που είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία για αυτούς. Έτσι και ο Γιάννης, σταμάτησε να είναι Γιάννης και έγινε Firebrand, ένα όνομα που του θυμίζει την στιγμή εκείνου του ατυχήματος που άλλαξε τη ζωη του. Και όπως και το Γιάννης, έτσι και το Firebrand μπορούσε να ανταπεξέλθει σε κάθε περίσταση - Φουμπού για συντομία, Φουμπούλης στα καλοπιάσματα, Fire στο διαδίκτυο, και Φωτιάς για όσους τους αρέσουν οι παράξενες ιστορίες.